- συναλίσγομαι
- συνᾰλίσγομαι,A to be sullied with, c. dat., Aristeas 142 (cod. L and ap.Eus.PE8.9).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συναλίσγομαι — Α μολύνομαι λόγω συναναστροφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀλισγοῦμαι «μολύνομαι συντρώγοντας με εθνικούς»] … Dictionary of Greek